Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός original
συγκριτικός more original
υπερθετικός most original

original (en)

  • πρωτότυπος
    ⮡  The text isn’t original, it’s translated from English.
    Το κείμενο δεν είναι πρωτότυπο αλλά μεταφρασμένο από τα αγγλικά.
    ⮡  Can you read Homer in its original text?
    Μπορείς να διαβάσεις Όμηρο στο πρωτότυπο;

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
original originals

original (en)

  • το πρωτότυπο
    ⮡  This is a copy, the original is in the Louvre.
    Αυτό είναι αντίγραφο, το πρωτότυπο βρίσκεται στο Λούβρο.



  Ετυμολογία

επεξεργασία
original < λατινική originalis

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔ.ʁi.ʒi.nal/

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό original originaux
θηλυκό originale originales

original (fr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
original originaux

original (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία