Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
singulier singuliers

singulier (fr) αρσενικό

  1. (γραμματική) ο ενικός αριθμός
  2. le singulier et le pluriel

Συγγενικά

επεξεργασία