παράδοξος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παράδοξος > (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παράδοξος[1] < παρά- + δόξ(α) + -ος[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈɾa.ðo.ksos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρά‐δο‐ξος
Επίθετο
επεξεργασίαπαράδοξος, -η, -ο
- περίεργος, παράξενος, μη αναμενόμενος
- ↪ Το πλέον παράδοξο στην όλη υπόθεση είναι η αναπάντεχη εμφάνιση του κυρίου Χ μετά από δέκα χρόνια που θεωρούνταν εξαφανισμένος.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παράδοξος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ παράδοξος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Ετυμολογία
επεξεργασία- παράδοξος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική παράδοξος < παρά- + δόξ(α) + -ος
Επίθετο
επεξεργασίαπαράδοξος
Συγγενικά
επεξεργασία- παραδοξογράφος
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- παράδοξος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαράδοξος, -ος, -ον
Συγγενικά
επεξεργασία- παραδοξότης
- ... (Χρειάζεται επεξεργασία)
- → και δείτε τη λέξη δόξα
Πηγές
επεξεργασία- παράδοξος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- παράδοξος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παράδοξος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.