Ετυμολογία

επεξεργασία
παράδοξα < παράδοξος

  Επίρρημα

επεξεργασία

παράδοξα

  1. με παράδοξο τρόπο
    ήταν παράδοξα χαριτωμένος ο τρόπος που έτρεμε το χείλι της

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία