παραδοξολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραδοξολόγος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παραδοξολόγος < αρχαία ελληνική παράδοξ(ος) + -ο- + -λόγος
- και (ουσιαστικοποιημένο)
Επίθετο
επεξεργασίαπαραδοξολόγος, -α, -ο
- που συνηθίζει να λέει παράδοξες, απίστευτες ιστορίες
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παραδοξολόγος
|
Πηγές
επεξεργασία- παραδοξολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραδοξολόγος < αρχαία ελληνική παράδοξ(ος) + -ο- + -λόγος
Επίθετο
επεξεργασίαπαραδοξολόγος, -ος, ον
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις παράδοξος και λόγος
Πηγές
επεξεργασία- παραδοξολόγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παραδοξολόγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.