↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραδοξολόγος η παραδοξολόγα το παραδοξολόγο
      γενική του παραδοξολόγου της παραδοξολόγας του παραδοξολόγου
    αιτιατική τον παραδοξολόγο την παραδοξολόγα το παραδοξολόγο
     κλητική παραδοξολόγε παραδοξολόγα παραδοξολόγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραδοξολόγοι οι παραδοξολόγες τα παραδοξολόγα
      γενική των παραδοξολόγων των παραδοξολόγων των παραδοξολόγων
    αιτιατική τους παραδοξολόγους τις παραδοξολόγες τα παραδοξολόγα
     κλητική παραδοξολόγοι παραδοξολόγες παραδοξολόγα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραδοξολόγος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παραδοξολόγος < αρχαία ελληνική παράδοξ(ος) + -ο- + -λόγος

  Επίθετο

επεξεργασία

παραδοξολόγος, -α, -ο

  • που συνηθίζει να λέει παράδοξες, απίστευτες ιστορίες

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / παραδοξολόγος τὸ παραδοξολόγον
      γενική τοῦ/τῆς παραδοξολόγου τοῦ παραδοξολόγου
      δοτική τῷ/τῇ παραδοξολόγ τῷ παραδοξολόγ
    αιτιατική τὸν/τὴν παραδοξολόγον τὸ παραδοξολόγον
     κλητική ! παραδοξολόγε παραδοξολόγον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ παραδοξολόγοι τὰ παραδοξολόγ
      γενική τῶν παραδοξολόγων τῶν παραδοξολόγων
      δοτική τοῖς/ταῖς παραδοξολόγοις τοῖς παραδοξολόγοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς παραδοξολόγους τὰ παραδοξολόγ
     κλητική ! παραδοξολόγοι παραδοξολόγ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παραδοξολόγω τὼ παραδοξολόγω
      γεν-δοτ τοῖν παραδοξολόγοιν τοῖν παραδοξολόγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραδοξολόγος < αρχαία ελληνική παράδοξ(ος) + -ο- + -λόγος

  Επίθετο

επεξεργασία

παραδοξολόγος, -ος, ον

  1. που λέει πράγματα παράδοξα, απίστευτα
  2. που διηγείται ιστορίες με θαύματα

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις παράδοξος και λόγος