ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παραδοξότης αἱ παραδοξότητες
      γενική τῆς παραδοξότητος τῶν παραδοξοτήτων
      δοτική τῇ παραδοξότητ ταῖς παραδοξότησ(ν)
    αιτιατική τὴν παραδοξότητ τὰς παραδοξότητᾰς
     κλητική ! παραδοξότης παραδοξότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραδοξότητε
γεν-δοτ τοῖν  παραδοξοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παραδοξότης, -ητος θηλυκό