Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραδοξότητα οι παραδοξότητες
      γενική της παραδοξότητας των παραδοξοτήτων
    αιτιατική την παραδοξότητα τις παραδοξότητες
     κλητική παραδοξότητα παραδοξότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραδοξότητα < ελληνιστική κοινή παραδοξότητα, αιτιατική ενικού τού παραδοξότης < αρχαία ελληνική παράδοξος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραδοξότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του παράδοξου
  2. το παράδοξο, κάτι που έρχεται σε σύγκρουση με την κοινή λογική, παράδοξο γεγονός ή παράδοξη κατάσταση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία