strange
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | strange |
συγκριτικός | stranger |
υπερθετικός | strangest |
Επίθετο
επεξεργασίαstrange (en)
- παράξενος
- ⮡ I felt very strange after I started consuming it.
- Αισθάνθηκα πολύ παράξενα αφού άρχισα να το καταναλώνω.
- ⮡ I felt very strange after I started consuming it.