Ετυμολογία 1

επεξεργασία
stranger < strang(e) + -er συγκριτικό

  Επίθετο

επεξεργασία

stranger (en)

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
stranger < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
stranger strangers

stranger (en)

  • ο ξένος, η ξένη, ο άγνωστος, η άγνωστη
    ⮡  All dogs bark at strangers.
    Όλοι οι σκύλοι γαβγίζουν τους ξένους.
    ⮡  A stranger came up to me.
    Με πλησίασε ένας άγνωστος.