Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʒe.ne.ʁa.li.za.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
généralisation généralisations

généralisation (fr) θηλυκό