↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γενίκευση οι γενικεύσεις
      γενική της γενίκευσης* των γενικεύσεων
    αιτιατική τη γενίκευση τις γενικεύσεις
     κλητική γενίκευση γενικεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γενικεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γενίκευση < γενικεύω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική généralisation[1])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γενίκευση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του γενικεύω
    ⮡ οι γενικεύσεις δεν μας βοηθούν να κατανοήσουμε την ουσία του θέματος
  2. το να γενικεύεται κάτι, η εξάπλωση
    ⮡ το Συμβούλιο Ασφαλείας προσπαθεί να σταματήσει τη γενίκευση των εχθροπραξιών

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία