γενίκευση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γενίκευση < γενικεύω / γενικεύομαι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γενίκευση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του γενικεύω
- οι γενικεύσεις δεν μας βοηθούν να κατανοήσουμε την ουσία του θέματος
- το να γενικεύεται κάτι, η εξάπλωση
- το Συμβούλιο Ασφαλείας προσπαθεί να σταματήσει τη γενίκευση των εχθροπραξιών
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γενίκευση