γενίκευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γενίκευση | οι | γενικεύσεις |
γενική | της | γενίκευσης* | των | γενικεύσεων |
αιτιατική | τη | γενίκευση | τις | γενικεύσεις |
κλητική | γενίκευση | γενικεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, γενικεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γενίκευση < γενικεύω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική généralisation[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγενίκευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του γενικεύω
- ⮡ οι γενικεύσεις δεν μας βοηθούν να κατανοήσουμε την ουσία του θέματος
- το να γενικεύεται κάτι, η εξάπλωση
- ⮡ το Συμβούλιο Ασφαλείας προσπαθεί να σταματήσει τη γενίκευση των εχθροπραξιών
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γενίκευση
- ↑ γενίκευση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας