γενικεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γενικεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος γενικεύω
Ρήμα
επεξεργασίαγενικεύομαι, πρτ.: γενικευόμουν, στ.μέλλ.: θα γενικευτώ, αόρ.: γενικεύτηκα, μτχ.π.π.: γενικευμένος
- ξεκινώντας από κάτι μερικό επεκτείνομαι σε ένα ευρύτερο σύνολο
- τα τελευταία χρόνια γενικεύτηκε η χρήση του κινητού τηλεφώνου
Μεταφράσεις
επεξεργασία γενικεύομαι