widespread
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | widespread |
συγκριτικός | more widespread |
υπερθετικός | most widespread |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαwidespread (en)
- εξαπλωμένος, διαδεδομένος, εκτεταμένος
- ⮡ It is a widespread practice.
- Είναι διαδεδομένη συνήθεια.
- ⮡ widespread damage - εκτεταμένες ζημιές
- ⮡ It is a widespread practice.