Ετυμολογία

επεξεργασία
γενικεύω < γενικός + -εύω

γενικεύω, πρτ.: γενίκευα, στ.μέλλ.: θα γενικεύσω, αόρ.: γενίκευσα, παθ.φωνή: γενικεύομαι, μτχ.π.π.: γενικευμένος

  • ξεκινώντας από κάτι ειδικό αναφέρομαι σε ένα γενικότερο θέμα ή βγάζω γενικότερα συμπεράσματα
    έχουμε κάποια παραδείγματα κακής λειτουργίας των υπηρεσιών, αλλά είναι επικίνδυνο να γενικεύουμε

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία