γενικεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαγενικεύω, πρτ.: γενίκευα, στ.μέλλ.: θα γενικεύσω, αόρ.: γενίκευσα, παθ.φωνή: γενικεύομαι, μτχ.π.π.: γενικευμένος
- ξεκινώντας από κάτι ειδικό αναφέρομαι σε ένα γενικότερο θέμα ή βγάζω γενικότερα συμπεράσματα
- έχουμε κάποια παραδείγματα κακής λειτουργίας των υπηρεσιών, αλλά είναι επικίνδυνο να γενικεύουμε
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γενικεύω
|