μερίκευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μερίκευση | οι | μερικεύσεις |
γενική | της | μερίκευσης* | των | μερικεύσεων |
αιτιατική | τη | μερίκευση | τις | μερικεύσεις |
κλητική | μερίκευση | μερικεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μερικεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μερίκευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μερικεύω
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μερίκευση
|