Ετυμολογία

επεξεργασία
μερικεύω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική μερικεύω < μερικός + -εύω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.ɾiˈce.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐ρι‐κεύ‐ω

μερικεύω, αόρ.: μερίκευσα, παθ.φωνή: μερικεύομαι, π.αόρ.: μερικεύτηκα

  1. αναλύω ένα θέμα χρησιμοποιώντας μόνο κάποια σημεία
     συνώνυμα: εξειδικεύω
     αντώνυμα: γενικεύω, καθολικεύω
  2. συζητώ ή εξετάζω τις λεπτομέρειες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα