Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξάπλωση οι εξαπλώσεις
      γενική της εξάπλωσης* των εξαπλώσεων
    αιτιατική την εξάπλωση τις εξαπλώσεις
     κλητική εξάπλωση εξαπλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαπλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξάπλωση < (ελληνιστική κοινήἐξάπλωσις < ἐξαπλόω / ἐξαπλῶ < ἁπλόω / ἁπλῶ < ἁπλόος / ἁπλοῦς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξάπλωση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία