Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξάπλωση
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
εξάπλωσ
η
οι
εξαπλώσ
εις
γενική
της
εξάπλωσ
ης
&
εξαπλώσ
εως
των
εξαπλώσ
εων
αιτιατική
την
εξάπλωσ
η
τις
εξαπλώσ
εις
κλητική
εξάπλωσ
η
εξαπλώσ
εις
όπως «
δύναμη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
εξάπλωση
<
ελληνιστική κοινή
ἐξάπλωσις
<
ἐξαπλόω
/
ἐξαπλῶ
<
ἁπλόω
/
ἁπλῶ
<
ἁπλόος
/
ἁπλοῦς
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
εξάπλωση
θηλυκό
η
ενέργεια
και το
αποτέλεσμα
του
εξαπλώνω
επέκταση
διάδοση
διασπορά
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
εξαπλώνω
και
απλός
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
εξάπλωση
αγγλικά
:
spread
(en)
,
spreading
(en)
γαλλικά
:
diffusion
(fr)
,
extension
(fr)
γερμανικά
:
Verbreitung
(de)