πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διασπορά οι διασπορές
      γενική της διασποράς των διασπορών
    αιτιατική τη διασπορά τις διασπορές
     κλητική διασπορά διασπορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διασπορά θηλυκό

  1. το σκόρπισμα, δεξιά και αριστερά, διάφορων ομοειδών αντικειμένων, ο διασκορπισμός
  2. η ύπαρξη διάφορων ομοειδών αντικειμένων σε διάφορες θέσεις
  3. (ειδικότερα) η μετανάστευση των ατόμων ενός έθνους σε διάφορες ξένες χώρες
  4. (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) το σύνολο των ατόμων ενός έθνους που βρίσκονται σε ξένες χώρες, η ομογένεια
  5. η διάδοση μιας φήμης
  6. η διάδοση ασθένειας
      Με απόφαση των ιταλικών αρχών, η ιταλική αστυνομία και στρατοχωροφυλακή (καραμπινιέροι) έχουν αρχίσει να διανέμουν τεφροδόχους θανόντων από κορωνοϊό στους οικείους τους, σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί η διασπορά του ιού. (Κορωνοϊός - Συγκλονιστικά πλάνα: Η Ιταλική αστυνομία μοιράζει τεφροδόχους στις οικογένειες, skai.gr, 14/04/2020 )


Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία