dissémination
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dissémination | disséminations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdissémination (fr) θηλυκό
- η διασπορά
- (μεταφορικά) η διάδοση
Δείτε επίσης : dissemination |
ενικός | πληθυντικός |
dissémination | disséminations |
dissémination (fr) θηλυκό