επέκταση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επέκταση | οι | επεκτάσεις |
γενική | της | επέκτασης* | των | επεκτάσεων |
αιτιατική | την | επέκταση | τις | επεκτάσεις |
κλητική | επέκταση | επεκτάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επεκτάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- επέκταση < αρχαία ελληνική ἐπέκτασις ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική expansion)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈpe.kta.si/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επέκταση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επεκτείνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- (πληροφορική) υποδοχή επέκτασης