Ουσιαστικό

επεξεργασία

expansion (fr) θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

expansion (en)

  1. επέκταση
  2. διαστολή (π.χ. των μετάλλων)

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία