εξαπλώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεξαπλώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξαπλώνω
- θα εξαπλώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξαπλώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεξαπλώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξάπλωση