global (en)

  1. σφαιρικός, που έχει το σχήμα σφαίρας
  2. παγκόσμιος, που αφορά όλη τη γη
      The dinosaurs were wiped out by a global catastrophe.
    Οι δεινόσαυροι εξαφανίστηκαν από μία παγκόσμια καταστροφή.
  3. (πληροφορική) καθολική, για μεταβλητή που είναι προσπελάσιμη από οποιοδήποτε σημείο ενός προγράμματος (πχ. variable of global scope)
     αντώνυμα: local

Συγγενικά

επεξεργασία