global
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαglobal (en)
- σφαιρικός, που έχει το σχήμα σφαίρας
- παγκόσμιος, που αφορά όλη τη γη
- (πληροφορική) καθολική, για μεταβλητή που είναι προσπελάσιμη από οποιοδήποτε σημείο ενός προγράμματος (πχ. variable of global scope)
Συγγενικά
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | global | globaux |
θηλυκό | globale | globales |
Επίθετο
επεξεργασίαglobal (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαglobal (de)