• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ολικός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολικός η ολική το ολικό
      γενική του ολικού της ολικής του ολικού
    αιτιατική τον ολικό την ολική το ολικό
     κλητική ολικέ ολική ολικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολικοί οι ολικές τα ολικά
      γενική των ολικών των ολικών των ολικών
    αιτιατική τους ολικούς τις ολικές τα ολικά
     κλητική ολικοί ολικές ολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ολικός < αρχαία ελληνική ὁλικός < ὅλος

Επίθετο

επεξεργασία

ολικός

  • σχετικός με το σύνολο, σε αντίθεση με ένα μέρος του
ολικός αποκλεισμός
ολικός αρνητής

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • γενικός
  • καθολικός
  • συνολικός

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ολικός
  • αγγλικά : overall (en)
  • γαλλικά : total (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ολικός&oldid=5570109"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Ιουνίου 2022, στις 23:48

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Ιουνίου 2022, στις 23:48.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας