καθολικός
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καθολικός < αρχαία ελληνική καθολικός < καθόλου < καθ' όλου
- καθολικός < μεσαιωνική ελληνική καθολικός < μεσαιωνική λατινική catholicus < ελληνιστική κοινή καθολικός (αντιδάνειο) < αρχαία ελληνική καθολικός < κατά + ὅλος
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.θo.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θο‐λι‐κός
Επίθετο Επεξεργασία
καθολικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται σε ή περιλαμβάνει όλα τα μέλη ενός συνόλου
- η καθολική αντίσταση του λαού απέναντι στον κατακτητή
- (θρησκεία) σχετικός με τον καθολικισμό
- η Καθολική Εκκλησία, το καθολικό δόγμα
- ≈ συνώνυμα: ρωμαιοκαθολικός, για Άραβες και Έλληνες: φραγκολεβαντίνος
- (πληροφορική) βλ. καθολική μεταβλητή
Επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι Επεξεργασία
Μεταφράσεις Επεξεργασία
καθολικός
Ουσιαστικό Επεξεργασία
καθολικός αρσενικό
- ο πιστός του καθολικισμού