ρωμαιοκαθολικισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρωμαιοκαθολικισμός < ρωμαιοκαθολικός + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική Roman Catholicism)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρωμαιοκαθολικισμός αρσενικό
- (θρησκεία) η θρησκεία / το δόγμα των ρωμαιοκαθολικών
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρωμαιοκαθολικισμός