katolika
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | katolika | katolikaj |
αιτιατική | katolikan | katolikajn |
katolika (eo)
Ίντο (io)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαkatolika (io)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | katolika | katolikaj |
αιτιατική | katolikan | katolikajn |
katolika (eo)
katolika (io)