Ετυμολογία

επεξεργασία

καθολικά < καθολικός

  Επίρρημα

επεξεργασία

καθολικά

  1. με καθολικό τρόπο, συνολικά
  2. σύμφωνα με το καθολικό δόγμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

καθολικά