Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθολικά < καθολικός

  Επίρρημα επεξεργασία

καθολικά

  1. με καθολικό τρόπο, συνολικά
  2. σύμφωνα με το καθολικό δόγμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

καθολικά