πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθολικότητα οι καθολικότητες
      γενική της καθολικότητας των καθολικοτήτων
    αιτιατική την καθολικότητα τις καθολικότητες
     κλητική καθολικότητα καθολικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καθολικότητα θηλυκό

  1. (χριστιανισμός) το να είναι κάποιος καθολικός
  2. η γενικότητα, η οικουμενικότητα

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία