καθολικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθολικότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα καθολικ(ότης) + -ότητα < καθολικός (απόδοση για τη γαλλική universalité) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαθολικότητα θηλυκό
- (χριστιανισμός) το να είναι κάποιος καθολικός
- η γενικότητα, η οικουμενικότητα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καθολικότητα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καθολικότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας