καθολικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | καθολικότης | αἱ | καθολικότητες | ||||
γενική | τῆς | καθολικότητος | τῶν | καθολικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | καθολικότητι | ταῖς | καθολικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | καθολικότητα | τὰς | καθολικότητας | ||||
κλητική ὦ! | καθολικότης | καθολικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καθολικότης, (μαρτυρείται από το 1836) [1] < καθολικός + -ότης → δείτε τη λέξη καθολικότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαθολικότης θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. «καθολικός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .