Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γενικότητα οι γενικότητες
      γενική της γενικότητας των γενικοτήτων
    αιτιατική τη γενικότητα τις γενικότητες
     κλητική γενικότητα γενικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γενικότητα < αρχαία ελληνική γενικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γενικότητα θηλυκό

  1. η ασάφεια, η αοριστολογία ή η έκφραση με αόριστο τρόπο, ο μη συγκεκριμένος προσδιορισμός
  2. που αφορά περισσότερα από ένα στοιχείο, που αφορά πολλά ή πολλούς, η καθολικότητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία