γενικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γενικότητα < αρχαία ελληνική γενικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
γενικότητα θηλυκό
- η ασάφεια, η αοριστολογία ή η έκφραση με αόριστο τρόπο, ο μη συγκεκριμένος προσδιορισμός
- που αφορά περισσότερα από ένα στοιχείο, που αφορά πολλά ή πολλούς, η καθολικότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
γενικότητα