Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οικουμενικότητα οι οικουμενικότητες
      γενική της οικουμενικότητας των οικουμενικοτήτων
    αιτιατική την οικουμενικότητα τις οικουμενικότητες
     κλητική οικουμενικότητα οικουμενικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οικουμενικότητα < λόγια λέξη από την (ελληνιστική κοινή) οἰκουμενικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οικουμενικότητα θηλυκό (δόκιμο στον ενικό)

  1. η παγκοσμιοποίηση με πιο αθώα έννοια, δηλαδή ο παγκόσμιος χαρακτήρας ενός αγαθού, μιας θεωρίας, ενός φαινομένου, μιας αξίας
  2. η αποδοχή της κυβέρνησης από την, θεωρητικά, μεγάλη πλειοψηφία του λαού, όταν αυτή (η κυβέρνηση) σχηματίζεται από πολλά κόμματα και καλύπτει σχεδόν όλο το πολιτικό φάσμα (η λεγόμενη οικουμενική κυβέρνηση)

  Μεταφράσεις επεξεργασία