Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈskəʊp/ & /ˈskoʊp/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

scope (en)

  1. οπτική συσκευή, όπως το μικροσκόπιο ή το τηλεσκόπιο
  2. το σκόπευτρο πυροβόλου όπλου
  3. το εύρος ενός αντικειμένου, μιας έρευνας κλπ
  4. (αργκό) συντομομορφή σύνθετων λέξεων με καταληκτικό συνθετικό το -scope
  5. (προγραμματισμός) η εμβέλεια (πχ. μεταβλητής σε ένα πρόγραμμα Η/Υ)
    δείτε επίσης: scope (computer science) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • scope στην αγγλική Βικιπαίδεια