παγκοσμιοποιημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /paŋ.ɡo.zmi.o.pi.iˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐γκο‐σμι‐ο‐ποι‐η‐μέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
παγκοσμιοποιημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παγκοσμιοποιώ
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παγκοσμιοποιημένος
|