partiel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | partiel | partiels |
θηλυκό | partielle | partielles |
partiel (fr)
- τμηματικός, σχετικός με ένα μέρος, μερικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
partiel | partiels |
partiel (fr) αρσενικό
- το διαγώνισμα