παραθετικά
θετικός rare
συγκριτικός rarer
υπερθετικός rarest

  Επίθετο

επεξεργασία

rare (en)

  1. σπάνιος, που δεν γίνεται, δεν φαίνεται, δεν συμβαίνει κτλ. πολύ συχνά
    It’s rare for him to be late.
    Είναι σπάνιο ν' αργήσει.
    It is not a rare occurrence.
    Δεν είναι σπάνιο περιστατικό.
    Hotels are rare here.
    Τα ξενοδοχεία είναι σπάνια εδώ.
  2. σπάνιος, που υπάρχει μόνο σε μικρούς αριθμούς και επομένως είναι πολύτιμο ή ενδιαφέρον
    rare books/stamps - σπάνια βιβλία/γραμματόσημα
    a man with rare abilities - άνθρωπος με σπάνιες ικανότητες
  3. σενιάν, πολύ λίγο ψημένος, για κρέας που ψήνεται για λίγο, ώστε το εσωτερικό να είναι ακόμα κόκκινο
    a rare sirloin steak - κόντρα φιλέτο σενιάν
    I want my burgers rare.
    Θέλω τα μπιφτέκια μου πολύ λίγο ψημένα.
     αντώνυμα: well-done



      ενικός         πληθυντικός  
rare rares

  Επίθετο

επεξεργασία

rare (fr) αρσενικό ή θηλυκό