well-done
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | well-done |
συγκριτικός | more well-done |
υπερθετικός | most well-done |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
well-done (en)
- καλοψημένος, ψημένος, για τροφή, ειδικά κρέας που έχει μαγειρευτεί πλήρως ή για μεγάλο χρονικό διάστημα