Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σενιάν < γαλλική saignant

  Επίθετο επεξεργασία

σενιάν άκλιτο

  • που είναι λίγο ψημένο, έτσι ώστε εξωτερικά να φαίνεται ψημένο αλλά και ζουμερό ενώ εσωτερικά να είναι σχετικά ωμό

  Μεταφράσεις επεξεργασία