généraliste
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
généraliste | généralistes |
généraliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
généraliste | généralistes |
généraliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό