παθολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παθολόγος < + λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pathologiste, πάθ(ος) + -ο- + -λόγος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαθολόγος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- παθολογία
- παθολογικός
- → και δείτε τη λέξη πάθος
Μεταφράσεις
επεξεργασία παθολόγος