μοδίστρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μοδίστρα < είτε οπτικό δάνειο από τη γαλλική modiste,[1] είτε άμεσο δάνειο από τη γαλλική , με υπερδιόρθωση του φθόγγου [d] > [ð][2] και ανάπτυξη του [ɾ] κατά τα θηλυκά σε -τρα
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /moˈði.stɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐δί‐στρα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μοδίστρα θηλυκό (αρσενικό μόδιστρος)
- (ενδυμασία, επάγγελμα) η επαγγελματίας που κατασκευάζει γυναικεία ενδύματα
- (στρατιωτική αργκό, συνήθως στον πληθυντικό: μοδίστρες) ειρωνική ονομασία για τους στρατεύσιμους που υπηρετούν εύκολη θητεία, όπως γενικά θεωρούνται στην Ελλάδα από τους φαντάρους του στρατού ξηράς οι σμηνίτες της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας (ΠΑ), ή, στον Ελληνικό Στρατό (ΕΣ), οι στρατιώτες που υπηρετούν στις Διαβιβάσεις (ΔΒ) (διαβιβαστές) ή στο Σώμα Υλικού Πολέμου (ΣΥΠ) (υλικοπόλεμοι) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συγγενικά
επεξεργασίαπαράγωγα και σύνθετα με μοδιστρ-
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μοδίστρα
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ μοδίστρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ μοδίστρα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.