διαβιβαστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαβιβαστής αρσενικό
- (στρατιωτικός βαθμός) στρατιωτικός ή στρατιώτης που υπηρετεί στις διαβιβάσεις
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαβιβαστής
|
Δείτε επίσης : διαβαστής |
διαβιβαστής αρσενικό
|