Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι διαβιβάσεις
      γενική των διαβιβάσεων
    αιτιατική τις διαβιβάσεις
     κλητική διαβιβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαβιβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαβιβάσεις < πληθυντικός αριθμός του διαβίβαση < διαβιβάζω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική transmissions)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαβιβάσεις θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διαβιβάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαβιβάζω
  2. θα διαβιβάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαβιβάζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

διαβιβάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαβίβαση