διαβιβάσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | διαβιβάσεις | ||
γενική | των | διαβιβάσεων | ||
αιτιατική | τις | διαβιβάσεις | ||
κλητική | διαβιβάσεις | |||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαβιβάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαβιβάσεις < πληθυντικός αριθμός του διαβίβαση < διαβιβάζω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική transmissions)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαβιβάσεις θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (στρατιωτικός όρος) στρατιωτικό όπλο επιφορτισμένο με την μετάδοση πληροφοριών μεταξύ στρατιωτικών μονάδων
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαβιβάσεις
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαδιαβιβάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαβιβάζω
- θα διαβιβάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαβιβάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαδιαβιβάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαβίβαση