διαβαστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαβαστής αρσενικό
- (σπάνιο) ο αναγνώστης
- (σπάνιο, θρησκεία, προφορικό) μοναχός που έχει το διακόνημα της ανάγνωσης διαφόρων κειμένων στην τράπεζα ή τις ακολουθίες
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαβαστής
|