Δείτε επίσης: διακόνεμα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διακόνημα τα διακονήματα
      γενική του διακονήματος των διακονημάτων
    αιτιατική το διακόνημα τα διακονήματα
     κλητική διακόνημα διακονήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διακόνημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διακόνημα (η εκκλησιαστική σημασία, μεσαιωνική)
ΔΦΑ : /ði̯aˈko.ni.ma/ (συγκρίνετε με το διακόνεμα)
τυπογραφικός συλλαβισμός: διακόνημα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διακόνημα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη διάκονος

Μεταφράσεις

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ διακόνημᾰ τὰ διακονήμᾰτ
      γενική τοῦ διακονήμᾰτος τῶν διακονημᾰ́των
      δοτική τῷ διακονήμᾰτ τοῖς διακονήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ διακόνημᾰ τὰ διακονήμᾰτ
     κλητική ! διακόνημᾰ διακονήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διακονήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  διακονημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διακόνημα < (διακονέω/διακονῶ) δια-κονη- + -μα < διάκονος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διακόνημα

  1. εργασία (των δούλων ή των υπηρετών)
  2. (θρησκεία) υπηρεσία προς τον θεό
  3. (ελληνιστική σημασία , στον πληθυντικό) διακονήματα οικιακά σκεύη

Συγγενικά

επεξεργασία