διακονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακονία < αρχαία ελληνική
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.koˈni.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιακονία θηλυκό
- η βοήθεια, η υπηρεσία, η εξυπηρέτηση
- η φιλανθρωπική μέριμνα
- το λειτούργημα, το αξίωμα του διάκου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διακονία
|