διακονητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακονητής < ελληνιστική κοινή διακονητής < αρχαία ελληνική διακονέω / διακονῶ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιακονητής αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία διακονητής
|
διακονητής αρσενικό
|