Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διακονώ < αρχαία ελληνική διακονέω / διακονῶ

  Ρήμα επεξεργασία

διακονώ

  1. υπηρετώ με αφοσίωση (μια επιστήμη, ένα σκοπό κ.λπ.)
  2. (θρησκεία) είμαι διάκονος κι ασκώ τα σχετικά καθήκοντα

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία