Ετυμολογία

επεξεργασία

διακονώ

  1. υπηρετώ με αφοσίωση (μια επιστήμη, ένα σκοπό κ.λπ.)
  2. (θρησκεία) είμαι διάκονος κι ασκώ τα σχετικά καθήκοντα

Μεταφράσεις

επεξεργασία