minister
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
minister | ministers |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαminister (en)
- (πολιτική) ο/η υπουργός
- ↪ The minister assured the strikers that their demands would be satisfied.
- Ο υπουργός διαβεβαίωσε τους απεργούς ότι τα αιτήματά τους θα ικανοποιηθούν.
- ↪ The minister assured the strikers that their demands would be satisfied.
- (χριστιανισμός) ο πάστορας, ο ιερέας, ο λειτουργός, ο ιερέας προτεσταντικής εκκλησίας