διακονικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διακονικό ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική, θρησκεία) (στους βυζαντινούς ναούς) χώρος δεξιά (νότια) του ιερού, που συχνά καταλήγει σε μικρότερη αψίδα, όπως και η πρόθεση στην άλλη πλευρά)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
διακονικό
- αιτιατική ενικού του διακονικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του διακονικός